- δείγμα
- το (AM δεῑγμα) [δείκνυμι]1. μικρή ποσότητα ή μέρος που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί αντίληψη για το όλο (α. «δείγμα υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «ὥσπερ δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» — θα προσπαθήσω να παρουσιάσω δείγμα για την κάθε περίπτωση, όπως γίνεται με τα δείγματα τών καρπών)2. παράδειγμα, τεκμήριο (α. «δείγμα της μεγαλοφυΐας του είναι...» β. τοῡτο τὸ δεῑγμα ἐξενηνοχὼς περὶ αὐτοῡ» — αφού παρουσίασε αυτό το τεκμήριο γι' αυτόνγ. «δείγματος ἕνεκα» — παραδείγματος χάριν, για παράδειγμα)νεοελλ.φρ.1. «δείγμα γραφής»α) απόσπασμα γραπτού κειμένου με το οποίο αποδεικνύεται η πατρότητα ή η γνησιότητα εγγράφου ή επιστολήςβ) απόσπασμα από το οποίο κρίνεται η ικανότητα ενός συγγραφέαγ) ενέργεια ή απόφαση χαρακτηριστική για τη γενικότερη συμπεριφορά, δράση ή ιδεολογία προσώπου, ομάδας, κόμματος κ.λπ.2. «δείγμα άνευ αξίας» — φράση που επιγράφεται σε φάκελο ή δέμα το οποίο περιέχει δείγμα εμπορικού αντικειμένου προκειμένου να μην τού επιβληθεί δασμόςαρχ.1. σχεδιάγραμμα2. χώρος στον Πειραιά όπου οι έμποροι άπλωναν τα εμπορεύματά τους.
Dictionary of Greek. 2013.